πόνος

πόνος
πόνος, ου, ὁ (πένομαι ‘toil’; Hom.+)
work that involves much exertion or trouble, (hard) labor, toil (Onesicritus [c. 310 B.C.]: 134 Fgm. 17a Jac.: because of the ὕβρις of humans, Zeus brought the utopian state of affairs in India to an end, and sent πόνος into the life of humans [cp. ἐν λύπαις Gen 3:17]; Ps 89:10; Philo; Jos., Ant. 3, 49; 18, 244) πόνον ἔχειν ὑπέρ τινος Col 4:13 (πόνον ἔχειν: Il. 15, 416; Hes., Shield 305; Paus. 4, 16, 3. As mark of distinction, SJohnstone, Virtuous Toil, Vicious Work—Xenophon on Aristocratic Style: ClPh 89, ’94, 219–40.—Theocr. 7, 139 has π. with a ptc. in the sense ‘take pains’). μετὰ πόνου with difficulty, laboriously, painstakingly (Pla., Soph. 230a μετὰ πολλοῦ πόνου) Dg 11:8. According to ABoegehold (Greek, Roman, and Byzantine Studies 23, ’82, 147–56), the years 424–421 B.C. mark a trend in the direction of
experience of great trouble, pain, distress, affliction (Thu. 2, 49, 3; X., Mem. 2, 2, 5; Aelian, NA 7, 30 p. 190, 9, VH 5, 6 [CPJones, ClPh 79, ’84, 43f]; SIG 708, 11; POxy 234 II, 24; 37; Is 65:14; Job 4:5; TestJob 52:1; JosAs; ApcMos 5; Just., A I, 21, 2 φυγῇ πόνων) w. πένθος and κραυγή Rv 21:4 (cp. Is 35:10; Pind., P. 10, 42 in a description of the blissful Hyperboreans). εἶναι ἐν πόνῳ (cp. Gen 34:25; TestJob 24:6 ἐν πόνοις; Just., D. 125, 5) 1 Cl 16:3f (Is 53:4). ἀφαιρεῖν ἀπὸ τ. πόνου τῆς ψυχῆς (ἀφαιρέω 2a.—πόνος τ. ψυχῆς: Maximus Tyr. 1, 4b) vs. 12 (Is 53:10f). Of the Crucified One ὡς μηδὲ πόνον ἔχων as though he felt no pain at all GPt 4:10. Of a hailstone πῶς πόνον παρέχει how much pain it causes, how much it hurts Hm 11:20. ἐκ τοῦ π. in pain (Appian, Iber. 97 §423) Rv 16:10; pl. (Gen 41:51; Jos., C. Ap. 2, 146; Test Jud 18:4) ἐκ τῶν π. (Eur., Fgm. 364 Nauck2) because of their sufferings vs. 11. πόνους ὑποφέρειν undergo hardships 1 Cl 5:4.—HKuist, Biblical Review 16, ’32, 415–20 (πόνος, μόχθος).—B. 540. Schmidt, Syn. II 611–25 πονηρός. DELG s.v. πένομαι. M-M. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πόνος — work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …   Dictionary of Greek

  • πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του …   Dictionary of Greek

  • μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος …   Dictionary of Greek

  • πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • πόνε — πόνος work masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοις — πόνος work masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”